φιλάδελφος

φιλάδελφος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στους Λεοντίνους της Σικελίας στα χρόνια του Δεκίου (249-251) μαζί με τους Αλφειό και Κυπρίνο. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο τόπο και χρόνο, μαζί με τους Διομήδη, Ιουλιανό, Φίλιππο, Ευτυχιανό, Ησύχιο, Λεωνίδα, Μελάνιππο και Παρθαγάπη. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Σεπτεμβρίου. 3. Ασκήτεψε σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου.
* * *
-η, -ο / φιλάδελφος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αγαπά τους αδελφούς ή τις αδελφές του («πάντες ὁμόφρονες, συμπαθεῑς, φιλάδελφοι, εὔσπλαγχνοι», ΚΔ)
2. το ουδ. ως ουσ. το φιλάδελφο(ν)
η φιλαδελφία
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σαξιφραγίδες, που ανήκει στην τάξη σαξιφραγώδη, με 75 περίπου είδη φυλλοβόλων θάμνων, πολλά από τα οποία έχουν ωραία αρωματικά άνθη
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) Φιλάδελφος
προσωνυμία Πτολεμαίου
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φιλάδελφοι
ονομασία μυθικών λίθων
3. το ουδ. ως ουσ. πιθ. το φυτό ίασμος, το γιασεμί.
επίρρ...
φιλαδέλφως ΝΜΑ, και φιλάδελφα Ν
με φιλαδελφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀδελφός. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. philadelphus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φιλάδελφος — loving one s brother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάδελφος — loving one s brother masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαδελφότατον — φιλάδελφος loving one s brother masc acc superl sg φιλάδελφος loving one s brother neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαδέλφως — φιλάδελφος loving one s brother adverbial φιλάδελφος loving one s brother masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάδελφον — φιλάδελφος loving one s brother masc/fem acc sg φιλάδελφος loving one s brother neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαδελφοτάτοις — φιλάδελφος loving one s brother masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαδελφόταται — φιλάδελφος loving one s brother fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαδελφότατε — φιλάδελφος loving one s brother masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαδελφότατος — φιλάδελφος loving one s brother masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλαδέλφοις — Φιλάδελφος loving one s brother masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”